- πέμποι
- πέμποῑ , πέμπωsend: pres opt act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πέμποι — πέμποῑ , πέμπω send pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… … Dictionary of Greek